- προσπαραλαμβάνω
- Α1. λαμβάνω, παίρνω κάποιον ή κάτι ακόμη2. περιέχω, περικλείω («ἡ ἔννοια τὴν οὐσίαν οὐ... προσπαραλαμβάνει», Πλωτ.)3. μεταχειρίζομαι κάτι ακόμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
προσπαράληψις — ήψεως, ἡ, Α [προσπαραλαμβάνω] 1. η επιπρόσθετη λήψη ενός πράγματος («μόνῳ τῷ θεῷ χωρὶς ἑτέρον προσπαραλήψεως οὐ ῥᾴδιον πιστεῡσαι», Φίλ.) 2. γραμμ. επαύξηση τής λήγουσας με την προσθήκη μιας συλλαβής … Dictionary of Greek